ἀκατάποτος

ἀκατάποτος
-ος,-ον A 0-0-0-1-0=1 Jb 20,18
not to be swallowed; neol.
Cf. HAUSPIE 2002, forthcoming

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάποτος — not to be swallowed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάποτος — η, ο (Α ἀκατάποτος, ον) (νεοελλ. και ακατάπιοτος) [καταπίνω] αυτός που δεν καταπίνεται ή δεν μπορεί να τόν καταπιεί κανείς …   Dictionary of Greek

  • ἀκατάποτον — ἀκατάποτος not to be swallowed masc/fem acc sg ἀκατάποτος not to be swallowed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάπιοτος — η, ο [καταπίνω] 1. ο ακατάποτος* 2. αυτός που δεν καταπίνεται μτφ. ο απίστευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”